ἕρκτωρ

ἕρκτωρ
ἕρκτωρ
a doer
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • έρκτωρ — ἕρκτωρ, ὁ (Α) αυτός που πράττει κάτι («ἕρκτορες κακών»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *ῥέκτωρ (< ῥέζω «πράττω, κατορθώνω») με μετάθεση τών ρ και ε] …   Dictionary of Greek

  • ἕρκτορες — ἕρκτωρ a doer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έρδω — ἔρδω (Α) 1. ενεργώ, εκτελώ (α. ἔρξον, ὅπως ἐθέλεις, Ομ. Ιλ. β. «ἔρδειν ἔργα βίαια», Ομ. Οδ.) 2. θυσιάζω (α. «κατά βωμοὺς ἔρδομεν ἀθανάτοισι τεληέσσας ἐκατόμβας», Ομ. Ιλ. β. «οὐδ’ ἔρδειν μακάρων ίεροῑς ἐπὶ βωμοῑς», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < (F)έρδω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”